δευτερολογώ — (Α δευτερολογῶ, έω) νεοελλ. μιλώ για δεύτερη φορά πάνω στο ίδιο θέμα για να αντικρούσω ισχυρισμούς άλλων ή να συμπληρώσω παραλείψεις τής πρώτης μου αγορεύσεως αρχ. 1. αγορεύω για δεύτερη φορά 2. αγορεύω δεύτερος … Dictionary of Greek
περιτέλλομαι — Α 1. περιστρέφομαι και συμπληρώνω έναν κύκλο, επανέρχομαι αφού συμπληρώσω την χρονική περίοδο που διαρκώ 2. (για τον Ήλιο και τους αστέρες) ανυψώνομαι πάνω από τον ορίζοντα, ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέλλομαι «διατελώ, αυξάνομαι,… … Dictionary of Greek
πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… … Dictionary of Greek
συνακούω — Α [ἀκούω] 1. ακούω μαζί ή συγχρόνως με κάποιον 2. εννοώ κάτι για να συμπληρώσω μια φράση («ἐπὶ τὰς συνεμφάσεις οἱ στωικοὶ ἀνατρέχουσιν, λέγοντες τῷ ὅρω δεῑν τῆς φαντασίας συνακούειν τὸ κατὰ πεῡσιν», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek